τρ(ι)ακόσ(ι)οι, -(ι)ες, -(ι)α
- τρ(ι)ακόσ(ι)οι, -(ι)ες, -(ι)α
πληθ. αριθμ. απόλ.
1. αυτοί που αποτελούνται από τρεις εκατοντάδες.
2. το αρσ. με το άρθρο ως ουσ., οι τριακόσιοι οι τριακόσιοι Σπαρτιάτες του Λεωνίδα που έπεσαν στις Θερμοπύλες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого).
2014.
Look at other dictionaries:
ak̂-, ok̂- (*hekʷ-) — ak̂ , ok̂ (*hekʷ ) English meaning: ‘sharp; stone” Deutsche Übersetzung: ‘scharf, spitz, kantig” and ‘stein” Material: 1. e/o and ü St: Pers. üs (lengthened grade form) “millstone, grindstone”; Gk. ἀκή “point”, lengthenedgrade… … Proto-Indo-European etymological dictionary
τριακόσιοι — ες, α / τριακόσιοι, αι, α, ΝΜΑ, και τρακόσ(ι)οι, ες, α, Ν, και τριακάσιοι και ιων. τ. τριηκόσιοι και δωρ. τ. τριακάτιοι, αι, α, Α (απόλ. αριθμ.) 1. αυτοί που αποτελούνται από τρεις εκατοντάδες 2. (το ουδ.) ποσότητα τριών εκατοντάδων 3. το αρσ. ως … Dictionary of Greek